- ὄνοις
- ὄνοςwhite-chestedmasc/fem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SARACORI — populi qui ex asinis pugnabant. Aelian. l. 12. c. 34. Σαρακόροι δὲ οὐτε ἀχθοφόρους, οὐτε ἀλοῦντας ἔχου???ι τοὺς ὄνους, ἀλλὰ πολεμιςτὰς. καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν γε τοὺς ενοπλίους κινδυν´ους ὑπομένου???ιν, ὡσπεροῦν οἱ Ε῞λληνεςτ ἐπὶ τῶ ἵππων. Saracori asinos… … Hofmann J. Lexicon universale
ιπποβάτης — ἱπποβάτης, o (A) 1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος 2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῑς ἱπποβάτοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek
σηνίκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄτροχος ἅμαξα καὶ τὸ τετράπουν ζῷον, σαύρα παραπλήσιον καὶ ζῷον πολύπουν ὅμοιον τοῑς κατοικιδίοις ὄνοις» … Dictionary of Greek